- ηδυόνειρος
- -η, -ο (Α ἡδυόνειρος, -ον)αυτός που προκαλεί ευχάριστα όνειρα («και σεις οπού ευφραίνετε με φωνήν ηδυόνειρον τής γης τα τέκνα», Κάλβ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ-* + όνειρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἡδυονείρους — ἡδυόνειρος causing sweet dreams masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηδυ- — (AM ἡδυ ) τύπος στον οποίο εμφανίζεται το επίθ. ηδύς ως α συνθετικό λέξεων και δηλώνει ότι αυτό το β συνθετικό: α) είναι γλυκό («ηδύγευστος», «ηδύχυμος») β. είναι ευχάριστο, τερπνό, απολαυστικό («ηδύγλωσσος», «ηδυμελής») γ. γίνεται με γλυκό τρόπο … Dictionary of Greek
όναρ — το (Α ὄναρ) 1. όραμα το οποίο παρουσιάζεται κατά τη διάρκεια τού ύπνου, όνειρο 2. φρ. «κατ όναρ» στον ύπνο, σε όνειρο αρχ. 1. καθετί το αβέβαιο ή απατηλό 2. (ως επίρρ.) ὄναρ σε όνειρο, στον ύπνο («ὄναρ γὰρ ὑμᾱς νῡν Κλυταιμνήστρα καλῶ», Ευμ.) 3.… … Dictionary of Greek